ΓΛΩΣΣΑ - LANGUAGE
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Ιστότοπος Ποιότητας στην Υγεία

H απεικόνιση των κακοήθων όγκων των ωοθηκών (Παπαδοπούλου Π.)
Π. Παπαδοπούλου
Ιατρός Ακτινοδιαγνώστης
Διδάκτωρ Α.Π.Θ.
Ο καρκίνος των ωοθηκών είναι η νεοπλασία που παρουσιάζει τις μεγαλύτερες προκλήσεις από όλα τα νεοπλάσματα του γυναικείου γεννητικού συστήματος. Είναι η δεύτερη σε συχνότητα γυναικολογική κακοήθεια, αλλά η πρώτη αιτία θανάτου από νεοπλασία των γυναικολογικών οργάνων και η τέταρτη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες. [1, 2, 3] Η πρώιμη ανίχνευση και ο σωστός χαρακτηρισμός έχει καθοριστική σημασία, καθώς οι περισσότερες ασθενείς με καρκίνο της ωοθήκης έχουν αμβληχρά συμπτώματα και σημεία στα πρώιμα στάδια, με αποτέλεσμα η νόσος να είναι τις περισσότερες φορές διάσπαρτη κατά τη στιγμή της διάγνωσης. Οι περισσότερες ασθενείς είναι προχωρημένου σταδίου (σταδίου ΙΙΙ) τη στιγμή της διάγνωσης με αποτέλεσμα η πρόγνωση να είναι βαριά. Ανίχνευση της νόσου στο αρχικό στάδιο (στάδιο Ι) συνεπάγεται πενταετή επιβίωση που κυμαίνεται σε ποσοστό 80 έως 90%. Τα τελευταία χρόνια, οι εξελίξεις της χημειοθεραπείας επέτρεψαν καλύτερα ποσοστά επιβίωσης και καλύτερη θεραπεία των υποτροπών. Η προχωρημένη νόσος αντιμετωπίζεται με χειρουργική εκτομή σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία με βάση τη σισπλατίνα. [4]
Οι επιθηλιακοί καρκίνοι αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των καρκίνων των ωοθηκών. Η μέση ηλικία εμφάνισης είναι τα 60 έτη και ο μέσος κίνδυνος ανάπτυξης του καρκίνου αυτού είναι περίπου 1 προς 70, ενώ ο μέσος κίνδυνος θανάτου είναι περίπου 1 προς 100. [4] Η αιτιολογία της νόσου παραμένει ασαφής. Είναι αναγνωρισμένος ο προστατευτικός ρόλος της εγκυμοσύνης, της γαλουχίας και των αντισυλληπτικών δισκίων για τον επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών. [5] Σε αντίθεση όμως με την παρατήρηση αυτή, έρχεται το γεγονός ότι τα ποσοστά είναι χαμηλά στην Ιαπωνία, όπου τόσο οι γεννήσεις όσο και η χρήση αντισυλληπτικών κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Προστατευτικά φαίνεται να δρα και η απολίνωση των σαλπίγγων ενώ τα δεδομένα για τον ρόλο της ακεταμινοφαίνης είναι αντικρουόμενα [6, 7, 8, 9]. Παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη της νόσου είναι η ακτινοβολία, το κάπνισμα, η καφεΐνη, η τανίνη, ο ιός της παρωτίτιδας, η γαλακτόζη και το ταλκ. Επιβαρυντικά φαίνεται επίσης να δρα η πρώιμη ήβη και η καθυστερημένη εμμηνόπαυση. Αλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η ενδομητρίωση (ανάπτυξης ενδομητριοειδούς καρκινώματος και καρκινώματος από διαυγή κύτταρα) [10] γενετικοί παράγοντες (μητέρες ή αδελφές με καρκίνο των ωοθηκών έχουν δύο ως τρεις φορές μεγαλύτερες πιθανότητες ανάπτυξης της νόσου σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό), το σύνδρομο Lynch II, αλλά και σύνδρομα όπως το σύνδρομο Maffucci, το σύνδρομο Ollier, το σύνδρομο Gorlin και το σύνδρομο Peutz-Jenkers κ.α.
Τα συμπτώματα του καρκίνου των ωοθηκών είναι μη ειδικά και συχνά παραπέμπουν σε νόσο της άνω κοιλίας. Οι περισσότερες ασθενείς είναι ασυμπτωματικές στα πρώιμα στάδια αν και ενίοτε μπορεί να παρουσιαστούν με οξύ πυελικό άλγος λόγω συστροφής της ωοθήκης. Σε πιο προχωρημένα στάδια μπορεί να διαμαρτύρονται για αίσθημα πληρότητας, δυσπεψία, πρώιμο κορεσμό ή μετεωρισμό σαν αποτέλεσμα του ασκίτη ή της διήθησης του επιπλόου. Κλινικά παρατηρείται ψηλαφητή ωοθηκική μάζα. Άλλα πιθανά κλινικά ευρήματα είναι ασκίτης, πλευριτική συλλογή και μια ομφαλική μάζα που ονομάζεται όζος SisterMary Joseph's. Ο όζος αυτός δεν είναι ειδικός για τον καρκίνο των ωοθηκών και συνδέεται επίσης με νεοπλάσματα του στομάχου, του παγκρέατος, της χοληδόχου κύστης, του παχέος εντέρου και της σκωληκοειδούς απόφυσης. Εξωκοιλιακή νόσος παρατηρείται συχνότερα στον υπεζωκότα αλλά σπανίως μπορεί να παρατηρηθούν και πνευμονικές παρεγχυματικές μεταστάσεις. Τα παρανεοπλασματικά φαινόμενα περιλαμβάνουν υπερασβεστιαιμία σε ορισμένες περιπτώσεις διαυγοκυτταρικών νεοπλασμάτων και υποξεία παρεγκεφαλιδική εκφύλιση σαν αποτέλεσμα κυκλοφορίας αντισωμάτων έναντι των κυττάρων του Purkinje. To σημείο Leser–Trélat αναφέρεται στην εμφάνιση σμηγματορροϊκής κεράτωσης που ορισμένες φορές αποτελεί πρόδρομο εύρημα του καρκίνου των ωοθηκών. Έχουν επίσης παρατηρηθεί σύνδρομο Trousseau's (μεταναστευτική επιπολής θρομβοφλεβίτιδα), παλαμιαία απονευρωσίτιδα, δερματομυοσίτιδα και πολυαρθρίτιδα. [4]
Σήμερα, η ανίχνευση κακοήθειας παραμένει ο κύριος στόχος της απεικόνισης. Στην πράξη η υπερηχοτομογραφία είναι η κύρια μέθοδος αξιολόγησης και χαρακτηρισμού των ωοθηκικών βλαβών. Σε ασθενείς με γνωστή ή ύποπτη ωοθηκική βλάβη, το υπερηχογράφημα είναι η πρώτη μέθοδος για τη διευκρίνιση της θέσης του όγκου, την κατ’ αρχήν διαφοροδιάγνωση μεταξύ ωοθηκικής βλάβης και βλάβης της μήτρας και τη διάκριση μεταξύ καλοήθων και κακοήθων ωοθηκικών βλαβών . Η συνιστώμενη τεχνική είναι είτε διενέργεια διακοιλιακού υπερηχογραφήματος και χρήση της ενδοκολπικής κεφαλής για διευκρίνηση των ευρημάτων όταν χρειάζεται, ή όταν η ενδοκολπική κεφαλή χρησιμοποιείται πρώτη, διενέργεια ενός σύντομου συμπληρωματικού διακοιλιακού υπερηχογραφήματος εάν δεν έχουν απεικονιστεί ολόκληρη η μήτρα και οι δύο ωοθήκες. Η μέθοδος είναι ευαίσθητη αλλά όχι ειδική με αποτέλεσμα να οδηγεί στη χειρουργική εκτομή πολλών καλοήθων βλαβών οι οποίες είναι συντριπτικά περισσότερες από τις κακοήθεις. [3, 11] Η ηχομορφολογία σε συνδυασμό με δυναμικές πληροφορίες που παρέχονται από το Doppler φαίνεται να βελτιώνουν την ειδικότητα. Το έγχρωμο και παλμικό Doppler μπορεί να διευκολύνει τη διάγνωση γιατί προσδιορίζει τους ιστούς που έχουν αιμάτωση και τους διαχωρίζει από τις ανάγγειες συμπαγείς δομές. [12] Ωστόσο οι αιμοδυναμικές παράμετροι που έχουν προταθεί για τη διάκριση μεταξύ καλοήθων και κακοήθων βλαβών ποικίλουν. [13, 14]
Η Αξονική Τομογραφία (ΑΤ) είναι διαθέσιμη, γρήγορη και σχετικά εύκολη εξέταση, επιτρέπει την αναλυτική εκτίμηση όλων των πιθανών σημείων περιτοναϊκών εμφυτεύσεων και λεμφαδενικών μεταστάσεων καθώς και τη μελέτη του πρωτοπαθούς όγκου. Ωστόσο οι πληροφορίες που προσφέρει για τη εσωτερική υφή του όγκου και για την προελευση από τη μήτρα ή τις ωοθήκες είναι περιορισμένες. Ο κύριος ρόλος της ΑΤ στη μελέτη των βλαβών των ωοθηκών είναι η σταδιοποίηση του ωοθηκικού καρκίνου. Αποτελεί επίσης σημαντικό εργαλείο στην μελέτη της ανταπόκρισης στη θεραπεία και τη μεταθεραπευτική παρακολούθηση. [2, 3]
Ο ρόλος της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων συνδυαζόμενης με ΑΤ (PET-CT) στην ανίχνευση και το χαρακτηρισμό των πρωτοπαθών όγκων της ωοθήκης ερευνάται. Η PET-CT έχει θετική προγνωστική αξία 86%, ακρίβεια 90%, ευαισθησία 96% και αρνητική προγνωστική αξία 75%. Η ανίχνευση βλαβών μικρότερων των 5 mm είναι δύσκολη με τη μέθοδο αυτή όπως και με τις λοιπές απεικονιστικές μεθόδους. [15, 16]
Η Μαγνητική Τομογραφία (ΜΤ) θεωρείται μέθοδος επίλυσης δύσκολων προβλημάτων στη διάγνωση των παθήσεων των ωοθηκών. Είναι ανώτερη τόσο της υπερηχοτομογραφίας όσο και της ΑΤ για τη διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών. Η ευαισθησία και ειδικότητα της ΜΤ χωρίς σκιαστικό είναι παρόμοια με εκείνη των υπερήχων και της ΑΤ με σκιαγραφικό αλλά η ενδοφλέβια χορήγηση γαδολινίου αυξάνει τα ποσοστά ανίχνευσης τόσο των καλοήθων όσο και των κακοήθων βλαβών. [17, 18, 19] Επίσης μπορεί να καθορίσει με ακρίβεια την προέλευση της βλάβης από τη μήτρα ή τις ωοθήκες. Αυτό αποτελεί ένα σχετικά συχνό πρόβλημα στην υπερηχοτομογραφική διάγνωση των ινολειομυωμάτων, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι μεγάλα ή στερούνται ειδικών υπερηχογραφικών χαρακτήρων όπως η ακουστική σκιά. Ο ακριβής παθολογοανατομικός χαρακτηρισμός είναι δύσκολος, ωστόσο υπάρχουν ευρήματα που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να κατευθύνουν τη διάγνωση. Αναμφισβήτητη υπεροχή έχει η ΜΤ στη διάγνωση συγκεκριμένων καλοήθων βλαβών με χαρακτηριστική απεικόνιση όπως οι δερμοειδείς κύστεις, τα ενδομητριώματα και οι αιμορραγικές κύστεις. Επίσης, οι διαυγοκυταρικοί, οι κοκιοκυταρικοί, οι βλεννώδεις και οι ενδομητριοειδείς όγκοι μπορεί να εχουν μορφολογία που ειναι παθογνωμονική. Προβλήματα αντιμετωπίζει η ΜΤ στην ανίχνευση μικρών (<2 cm) βλαβών. Ένα άλλο μειονέκτημα της ΜΤ είναι η δυσκολία να αναγνωρίσει τις αμφοτερόπλευρες βλάβες ως τέτοιες, όταν είναι πολύ μεγάλες, συρρέουν και καταλαμβάνουν μεγάλο τμήμα της περιτοναϊκής κοιλότητας. Επιπλέον, η διάκριση μεταξύ κυσταδενωμάτων, όγκων χαμηλής δυνητικής κακοήθειας και φλεγμονώδους νόσου της πυέλου αποδεικνύεται κάποιες φορές δύσκολη ακόμη και στη ΜΤ. [20]
Πέραν των απεικονιστικών μεθόδων, για την ανιχνευση του καρκίνου των ωοθηκών χρησιμοποιούνται οι μετρήσεις της γλυκοπρωτεϊνης CA-125 που είναι αυξημένη (>35 U/mL) στον ορό του 80% των ασθενών με ωοθηκικό καρκίνο (οι περισσότερες από τις οποίες έχουν νόσο προχωρημένου σταδίου, ενώ η γλυκοπρωτείνη αυξάνει μόνο στο 50% των ασθενών με καρκίνο σταδίου Ι). Η μέθοδος αυτή, εκτός από τα πολλά ψευδώς αρνητικά έχει και πολλά ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Μελέτες που χρησιμοποιούν το ρυθμό αύξησης αντί της απόλυτης τιμής του δείκτη, έχουν καλύτερα αποτελέσματα στην ανίχνευση νόσου στα πρώιμα στάδια.
Στα πλαισια διαδακτορικής διατριβής που υποβλήθηκε στην ιατρική σχολή του Α.Π.Θ., μελετήθηκαν 174 ασθενείς με 213 ογκομορφες βλάβες των ωοθηκών με σκοπό την αξιολόγηση της ακρίβειας της ΜΤ στην ανίχνευση των όγκων των ωοθηκών, το χαρακτηρισμό τους και την εκτίμηση της πιθανότητας κακοήθειας με βάση τα επιμέρους απεικονιστικά ευρήματα. Καταγράφηκε το σχήμα της βλάβης, το μέγεθος, η σύσταση, το πάχος του τοιχώματος, ο αριθμός και η υφή των διαφραγμάτων, η παρουσία νέκρωσης, αίματος ή λίπους. Δευτερεύοντα ευρήματα όπως ο ασκίτης, η λεμφαδενοπάθεια και οι εμφυτεύσεις αναζητήθηκαν επίσης. Συγκρίθηκαν τα απεικονιστικά ευρήματα με τα ευρήματα του χειρουργείου και της παθολογοανατομικής μελέτης και ακολούθησε στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων.
Η ΜΤ είχε ευαισθησία 97%, δηλαδή χαρακτήρησε σωστά το 97% των κακοήθων βλαβών. Η ειδικότητά της ήταν 89%, δηλαδή προσδιορισε σωστά το 89% των καλοήθων βλαβών. Είχε θετική προγνωστική αξία, δηλαδή αληθώς θετικά αποτελέσματα 82%, και αρνητική προγνωστική αξία, δηλαδή αληθώς αρνητικά αποτελεσματα 98,4%. Η ακρίβεια της μεθόδου ήταν 91,8%. Ευρήματα ενδεικτικά κακοήθειας ήταν η μεγάλη διάμετρος της βλάβης, η παρουσία βλάβης μεικτής συμπαγούς και κυστικής υφής, η παρουσία παχέων τοιχωμάτων, πολλαπλών και παχέων διαφραγμάτων, η παρουσία νέκρωσης, η παρουσία ασκίτη, η παρουσία εμφυτεύσεων και η παρουσία λεμφαδενοπάθειας. Πέραν των απεικονιστικων ευρημάτων η πιθανότητα κακοήθειας αύξανε με την αύξηση της ηλικίας της εξεταζόμενης. [21]
Μετά την θεραπεία οι ασθενείς με καρκίνο των ωοθηκών παρακολουθούνται με διαδοχικές μετρήσεις του CA-125 και είτε ΑΤ είτε ΜΤ. [22, 23] Ο ρόλος των απεικονιστικών μεθόδων είναι πολύ σημαντικός για την εντόπιση των ανατομικών σημείων πιθανής υποτροπής. Το φάσμα των απεικονιστικών ευρημάτων σε περίπτωση υποτροπής περιλαμβάνει πυελικές μάζες, περιτοναϊκές εμφυτεύσεις, με προεξάρχουσες θέσεις τις παρακολικές αύλακες, το δουγλάσειο, τη ρίζα του μεσεντερίου και τον ορογόνο του εντέρου, κακοήθη ασκίτη ή λεμφαδενοπάθεια. Σπάνια παρατηρείται πλευριτική νόσος ή ηπατικές μεταστάσεις. [24]
Συμπερασματικά η χρήση των απεικονιστικών μεθόδων στην διαγνωση του καρκίνου των ωοθηκών αποσκοπεί στην επακριβή διαφοροδιάγνωση και την αποφυγή ασκόπων επεμβάσεων, στον ακριβή προεγχειρητικικό σχεδιασμό–σταδιοποίηση, τον καθορισμό της θεραπείας και την μετεγχειρητική παρακολούθηση. Οι απεικονιστικες εξετάσεις μπορούν να διακρίνουν τις κακοήθεις από καλοήθεις ωοθηκικές βλαβες, να προσδιορίσουν το είδος του όγκου, να σταδιοποίησουν τη βλάβη και να κατευθύνουν τον προεγχειρητικό σχεδιασμό. Έχουν καίριο ρόλο στη μετεγχειρητική παρακολούθηση αλλά χρησιμοποιούνται και για τον επιδημιολογικό έλεγχο. Μεταξύ των απεικονιστηκών μεθοδων -που όλες έχουν τα πλεονεκτήματά τους- η ΜΤ είναι μια εξαιρετική μέθοδος, ευαίσθητη και ακριβής, για την ανίχνευση και τον σωστό χαρακτηρισμό των κακοήθων βλαβών των ωοθηκών. Η συμβολή της στον προεγχειρητικό σχεδιασμό και την σωστή αντιμετώπιση των ασθενών είναι ανεκτίμητη.
Βιβλιογραφία
1). Stevens SK, Hricak H. Ovarian lesions: Detection and characterization with Gadolinium enhanced MR imaging at 1.5 T. Radiology 1991;181:481-488
2). Mironov S, Akin O, Pandit-Taskar N, Hann LE. Ovarian cancer. Radiol Clin North Am. 2007 Jan;45(1):149-66.
3). Jeong YY, Outwater EK, Kang HK. Imaging evaluation of ovarian masses. Radiographics. 2000 Sep-Oct;20(5):1445-70.
4). Cannistra SA. Cancer of the ovary. N Engl J Med. 2004 Dec 9;351(24):2519-29.
5). Schlesselman JJ. Net effect of oral contraceptive use on the risk of cancer in women in the United States. Obstet Gynecol 1995;85:793-801
6). Hankinson SE, Hunter DJ, Colditz GA, et al. Tubal ligation, hysterectomy and risk of ovarian cancer. JAMA 1993;270:2813-2818
7). Cramer DW, Harlow BL, Titus-Ernstoff L, et al. Over-the-counter analgesis and risk of ovarian cancer. Lancet 1998;351:104-107
8). Pinheiro SP, Tworoger SS, Cramer DW, Rosner BA, Hankinson SE. Use of nonsteroidal antiinflammatory agents and incidence of ovarian cancer in 2 large prospective cohorts. Am J Epidemiol. 2009 Jun 1;169(11):1378-87.
9). Hannibal CG, Rossing MA, Wicklund KG, Cushing-Haugen KL. Analgesic drug use and risk of epithelial ovarian cancer. Am J Epidemiol. 2008 Jun 15;167(12):1430-
10). Brinton LA, Gridley G, Persson I et al. Cancer risk following a hospital discharge diagnosis of endometriosis. Am J Obstet Gynecol 1997;176:572-579
11). Outwater EK, Dunton C. Imaging of the ovary and adnexa: Clinical issues and application of MR imaging. Radiology 1995;194:1-18
12). Kurjak A, Schulman H, Sosic A, et al. Transvaginal ultrasound, color flow and Doppler waveform of the postmenopausal adnexal mass. Obstet Gynecol 1992;80:917-921
13). Tekay A, Jouppila P. Controversies in assessment of ovarian tumors with transvaginal color Doppler ultrasound. Acta Obstet Gynecol Scand 1996;75:316-329
14). Alcazar JL, Ruiz-Perez ML, Errast J. Transvaginal color Doppler sonography in adnexal masses: Which parameter performs best? Ultrasound Obstet Gynecol 1996;8:114-119
15). Hubner KF, McDonald TW, Niethammer JG, et al. Assessment of primary and metastatic ovarian cancer by positron emission tomography (PET) using 2-[18F]deoxyglucose (2-[18F]FDG). Gynecol Oncol 1993;51:197–204.
16). Schroder W, Zimny M, Rudlowski C, et al. The role of 18-F-fluorodeoxyglucose position imaging tomography 18-F-FGD PET in ovarian carcinoma. Int J Gynecol Cancer 1999;9(2):117–22.
17). Yamashita Y, Torashima M, Hatanaka Y, et al. Adnexal masses: accuracy of characterization with transvaginal US and precontrast and postcontrast MR imaging. Radiology 1995;194:557-565
18). Jain KA, Friedman DL, Pettinger TW, et al. Adnexal masses: comparison of specificity of endovaginal US and pelvic MR imaging. Radiology 1993;186:697-704
19). Ghossain MA, Buy JN, Ligneres C, et al. Epithelial tumors of the ovary : comparison of MR and CT findings. Radiology 1991;181:863-870
20). Grab D, Flock F, Stöhr I, Nüssle K, Rieber A, Fenchel S, Brambs HJ, Reske SN, Kreienberg R. Classification of asymptomatic adnexal masses by ultrasound, magnetic resonance imaging, and positron emission tomography. Gynecol Oncol. 2000 Jun;77(3):454-9.
21). Παπαδοπούλου Π. :Η απεικόνιση των κακοήθων όγκων των ωοθηκών με μαγνητική τομογραφία με ιστοπαθολογική συσχέτιση, Διδακτορική Διατριβή υποβληθείσα 2010 στο τμήμα ιατρικής
22). Dachman AH, Visweswaran A, Battula R, et al. Role of chest CT in the follow-up of ovarian adenocarcinoma. AJR Am J Roentgenol 2001;176: 701–5. ΑΠΘ.
23). Sella T, Rosenbaum E, Edelmann DZ, et al. Value of chest CT scans in routine ovarian carcinoma follow-up. AJR Am J Roentgenol 2001;177: 857–9.
24). Park CM, Kim SH, Kim SH, et al. Recurrent ovarian malignancy: patterns and spectrum of imaging findings. Abdom Imaging 2003;28(3): 404–15.
Αξονική τομογραφία στεφανιαίων αγγείων (Aδάμ Χατζηδάκης)
Αδάμ Α. Χατζηδάκης
Επίκουρος Καθηγητής Ακτινολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης
Με τους νέους Αξονικούς Τομογράφους 64 τομών, είναι δυνατόν να αναδείξουμε σε τρισδιάστατη απεικόνιση όλες σχεδόν τις ανατομικές δομές του ανθρωπίνου σώματος. Οι δυνατότητες που παρέχει πλέον η σύγχρονη τεχνολογία μπορούν να μελετηθούν λεπτομερώς δομές που μέχρι πρότινος μπορούσαν να διερευνηθούν μόνο με την εφαρμογή κάποιας σχετικά δυσάρεστης για τον ασθενή επεμβατικής ιατρικής πράξης, όπως π.χ. η ενδοσκόπηση του παχέος εντέρου με τη χρήση κολονοσκόπιου ή η μελέτη των αγγείων μέσω του καθετηριασμού των αρτηριών του σώματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκύπτει από τη απεικόνιση που μπορούμε πλέον να πετύχουμε στα στεφανιαία αγγεία και τις καρδιαγγειακές δομές που μέχρι πρότινος ήταν δύσκολο να μελετηθούν αξιόπιστα, κυρίως λόγω του γεγονότος της συνεχούς καρδιακής κίνησης.
ΣΤΕΦΑΝΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΑΞΟΝΙΚΟ ΤΟΜΟΓΡΑΦΟ 64 ΤΟΜΩΝ
Με τις υπάρχουσες τεχνικές του καρδιακού σκανδαλισμού (ECG-Triggering), αλλά ιδιαίτερα με τις βελτιωμένες ταχύτητες που μας παρέχουν οι τομογράφοι σε συνδυασμό με τις 64 σειρές ανιχνευτών που διαθέτουν, μπορεί να επιτευχθεί ακριβής και αξιόπιστη σκιαγράφηση στεφανιαίων αγγείων και κλάδων τους με ανάλυση εικόνα που φτάνει τα 1-2 χιλιοστά.
Η μέθοδος είναι απολύτως αναίμακτη και απαιτείται μόνο ενδοφλέβια έγχυση 100 ml ιωδιούχου σκιαγραφικής ουσίας, της ίδιας που χρησιμοποιείται και για την κλασσική στεφανιογραφία.
Η προετοιμασία του ασθενούς για την εξέταση είναι πολύ απλή. O ασθενής θα πρέπει να είναι τις τελευταίες 3-4 ώρες πριν από την εξέταση νηστικός, να μην έχει καπνίσει, και να μην έχει καταναλώσει αλκοόλ ή καφεΐνη. Θα πρέπει να πάρει κανονικά τα χάπια του όπως πάντα. Σε περιπτωση που αναφέρεται γνωστή αλλεργία του ασθενούς στο Ιώδιο ή στα ιωδιούχα σκιαγραφικά θα πρέπει να του χορηγηθεί ειδική αντι-αλλεργική θεραπεία για τουλάχιστον τρείς ημέρες.
Oι πληροφορίες που μπορούμε να πάρουμε από τη μέθοδο είναι οι ακόλουθες:
- Ανάδειξη της ανατομίας των στεφανιαίων καθώς και των παραλλαγών τους
- Ανακάλυψη τοιχωματικών πλακών και χαρακτηρισμός τους ως μαλακών, ασβεστωμένων ή μικτού τύπου
- Μελέτη του αυλού των αγγείων και απεικόνιση στενώσεων, αποφράξεων ή παράπλευρου δικτύου
- Μελέτη βατότητας στεφανιαίων by-pass
- Μελέτη του μυοκαρδίου και των παρακείμενων μαλακών μορίων
- Ανάδειξη συγγενών ανωμαλιών των εκφύσεων των μεγάλων αγγείων
- Υπολογισμός ποσοστού κινδύνου μελλοντικής εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, κατά Agatston (Δείκτης Ασβεστίου)
- Υπολογισμός κλάσματος εξώθησης
- Υπολογισμός όγκου παλμού αριστερής κοιλίας
- Έλεγχος περιοχικής κινητικότητας
- Έλεγχος αιμάτωσης μυοκαρδίου
(* γι’ αυτόν χρείάζεται επιπρόσθετος έλεγχος με επιπλέον καθυστερημένη απεικόνιση της καρδιάς)
12. Αποκλεισμός άλλων ευρημάτων όπως, καρδιακοί όγκοι, βαλβιδικές παθήσεις,
έλεγχος φλεβικού συστήματος, αρτηριο-φλεβικών επικοινωνιών ή περιοριστική περικαρδίτιδα
Οι ενδείξεις της μεθόδου που μέχρι σήμερα είναι διεθνώς αποδεκτές ή υπο συζήτηση είναι:
- Προληπτικός έλεγχος σε ασυμπτωματικούς ασθενείς υψηλού κινδύνου, λόγω ύπαρξης επιβαρυντικών παραγόντων (κάπνισμα, υπερχοληστεριναιμία, υπέρταση, ΣΔ, κ.α.)
- Σε συμπτωματικούς ασθενείς με χρόνια σταθερή στηθάγχη
- Σε ασθενείς με θετικό ή αδιευκρίνιστο τεστ κοπώσεως ή θάλιο πριν από τη κλασσική στεφανιογραφία
- Σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κλασσική στεφανιογραφία, αναγνωρί-στηκαν αιμοδυναμικά μη-σημαντικές στενώσεις και χρειάζεται να γίνει χαρακτηρισμός των αθηρωματικών πλακών
- Σε ασθενείς που χρήζουν επανελέγχου μετά από χειρουργείο by-pass
- Σε ασθενείς με άλλες γνωστές αγγειοπάθειες (περιφερική αρτηριοπάθεια, νεφρική υπέρταση, νόσο καρωτίδων, αρτερίτιδες, κ.α.)
- Για ασθενείς που για διάφορους λόγους δεν μπορούν να υποβληθούν σε κλασσική στεφανιογραφία ή μαγνητική τομογραφία καρδιάς.
- Για μελέτη βιωσιμότητας μυοκαρδίου
- Για διερεύνηση μυοκαρδιοπάθειας
- Για ασθενείς με χρόνια στεφανιαία νόσο προς διερεύνηση
-
Σε επείγουσα βάση με οξύ άτυπο θωρακικό άλγος μπορεί να γίνει η αποκαλούμενη τεχνική Triple rule-out για αποκλεισμό τριών ευρημάτων:
α. Πνευμονικής εμβολής, β. Διαχωρισμού αορτής, γ. Θρόμβωση στεφανιαίων
Για την ανάδειξη στεφανιαίας νόσου η μέθοδος έχει ευαισθησία και ειδικότητα που ανέρχονται σε ιδανικές συνθήκες στο 94% και 97%, αντίστοιχα. Οι αριθμοί αυτοί σημαίνουν ότι η μέθοδος διαγιγνώσκει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις βλάβες των στεφανιαίων αγγείων έχοντας ελάχιστα ψευδώς θετικά και ψευδώς αρνητικά ευρήματα.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ανάδειξη των χειρουργικών στεφανιαίων παρακάμψεων (by-pass). Τόσο τα αρτηριακά, όσο και τα φλεβικά μοσχεύματα μπορούν να απεικονιστούν πολύ αξιόπιστα. Βατότητα των μοσχευμάτων, στενώσεις των χειρουργικών αναστομώσεων, καθώς και η αιματική ροή περιφερικότερα των μοσχευμάτων, μπορεί να αναδειχθεί με ακρίβεια. Tο ποσοστό ευαισθησίας ανέρχεται στο 93%, η θετική προγνωστική αξία στο 89%, ενώ η αρνητική στο 100%. Αυτό σημαίνει ότι μόσχευμα μη απεικονιζόμενο στην ΑΤ είναι σίγουρα αποφραγμένο.
Ειδική κατηγορία αποτελούν οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ενδοαυλική αγγειοπλαστική και τοποθέτηση μεταλλικών ναρθήκων (stent). Με τη μέχρι πρότινος χρήση των ΑΤ 16 τομών, η ανάδειξη της βατότητας των stents δεν ήταν καλή. Με τους ΑΤ 64 τομών αυτό το πρόβλημα βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα να μπορούμε πλέον όχι μόνο να ελέγχουμε τον αυλό των ναρθήκων αλλά και να απεικονίζουμε υπερπλασία του ενδοθηλίου εντός αυτών με ποσοστό ευαισθησίας άνω του 75% και ειδικότητα 95-97%.
Η Αξονική Στεφανιογραφία συνδυάζεται επίσης με τη μελέτη της λειτουργικότητας της καρδιάς, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον χρόνος εξέτασης. Υπολογισμός του κλάσματος εξώθησης, του όγκου παλμού, της καρδιακής μάζας, καθώς και έλεγχος της περιοχικής κινητικότητας και του πάχους του τοιχώματος της αριστερής κοιλίας, μπορεί να γίνει με ειδική επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων.
Τέλος, παράλληλα με τις πληροφορίες αυτές, μπορεί να γίνει ανάδειξη άλλων ευρημάτων όπως, καρδιακοί όγκοι, βαλβιδικές παθήσεις, έλεγχος φλεβικού συστήματος, ανακάλυψη αρτηριο-φλεβικών επικοινωνιών ή περιοριστικής περικαρδίτιδας.
ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ (CALCIUMSCORE)
Η μέτρηση του Δείκτη Ασβεστίου είναι μια απλή εξέταση 10 λεπτών, κατά τη διάρκεια της οποίας «χτενίζεται» η καρδιά για να ανιχνευτεί η ύπαρξη ασβεστίου στα στεφανιαία αγγεία. Το ασβέστιο είναι ένας ασφαλής παράγοντας αναγνώρισης της ύπαρξης αθηρωματικής νόσου. Η αθηρωματική νόσος μπορεί βέβαια να αναπτυχθεί αρχικά χωρίς την εναπόθεση ασβεστίου στο τοίχωμα των στεφανιαίων αγγείων, αλλά η ανακάλυψη του είναι ένα δυνατό «καμπανάκι» για την υποβόσκουσα νόσο. Θα πρέπει δε να οδηγήσει στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών μας, την αποφυγή επιβαρυντικών παραγόντων, ενώ δεν αποκλείεται να είναι απαραίτητη η χορήγηση φαρμάκων καθώς και η διενέργεια και άλλων περισσότερο εξειδικευμένων διαγνωστικών εξετάσεων.
Ο δείκτης μετράται από το μηδέν έως και άνω του 1000, και αποτελεί σε συνδυασμό με την ηλικία του ασθενή, έναν πολύ σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για τον κίνδυνο ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο δείκτης είναι μηδέν, υπάρχει σχεδόν μηδενική πιθανότητα ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου, και συνήθως δεν απαιτείται καμία περαιτέρω θεραπεία. Με δείκτη 100-400, υπάρχει ήπιου βαθμού πιθανότητα ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου, και μπορεί να συσταθεί φαρμακευτική προφύλαξη. Με δείκτη 400 έως και άνω του 1000, υπάρχει μέτριου βαθμού πιθανότητα ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου, και συνιστάται η διενέργεια κλασσικής στεφανιογραφίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οι μέχρι τώρα εμπειρία από τη διεθνή βιβλιογραφία έχει δείξει ότι η Αξονική Στεφανιογραφία αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολλά υποσχόμενο εργαλείο στα χέρια της Ιατρικής κοινότητας. Όπως και κάθε νέα απεικονιστική μέθοδος διέρχεται και αυτή τις φάσεις της αρχικής δυσπιστίας και κατόπιν του ενθουσιασμού, μέχρι να βρει την πραγματική της θέση με βάση τις τεκμηριωμένες ιατρικές ενδείξεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ohnesorge BM, Flohr TG, Becker CR, Knez A, Reiser MF. Multi-slice and Dual-sourse CT in Cardiac Imaging. Springer 2007
- Ulzheimer S, Kalender WA. Assessment of calcium scoring performance in cardiac computed tomography. Eur Radiol 2003, 13: 484-497
- Aschenbach S et al. Influence of lipid-lowering therapy on the progression of coronary artery calcification: a prospective evaluation. Circulation 2002, 106: 1077-1082
- Agatston A et al. Quantification of coronary artery calcium using ultrafast computed tomography. J Am Coll Cardiol 1990, 15: 827-832
- McCollough C. Patient dose in cardiac computed tomography. Herz 2003, 28: 1-6
- Greenland P et al. Coronary artery calcium score combined with Framingham score for risk prediction in asymptomatic individuals JAMA 2004, 291: 210-215
- Hoffman M et al. Noninvasive coronary angiography with multislice computed tomography. JAMA 2005, 293: 2471-2478
- Leber AW et al, Quantification of obstructive and nonobstructive coronary lesions by 64-slice computed tomography – a comparative study with quantitative coronary angiography and intravascular ultrasound. JACC 2005, 46: 147-154
- Nikolaou K et al. Accuracy of 64-MDCT in the diagnosis of ischemic heart disease. AJR Am J Roentgenol. 2006, 187:111-117
- Rist C et al. Ultra-high-resolution mode for the assessment of coronary artery stents-ex vivo imaging with 64-slice computed tomography. Acad Radiol. 2006, 13:1165-1167
- Rist C et al. High-resolution ex vivo imaging of coronary artery stents using 64-slice computed tomography--initial experience. Eur Radiol. 2006, 16:1564-1569
- Gilkeson RC, Markowitz AH. Multislice CT evaluation of coronary artery bypass graft patients. J Thorac Imaging. 2007, 22:56-62
Εικονική Κολονοσκόπηση (Αδάμ Χατζηδάκης)
Αδάμ Α. Χατζηδάκης
Επίκουρος Καθηγητής Ακτινολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης
Ορισμός
Η εικονική (αξονική) κολονοσκόπηση - Virtual CT-Colonoscopy - αποτελεί μια νέα απεικονιστική εξέταση του παχέος εντέρου με σκοπό τη μελέτη του αυλού του χωρίς τη χρήση ενδοσκοπίου. Ο όρος «εικονική κολονοσκόπηση» δανείζεται από την «εικονική πραγματικότητα», διότι στην ουσία δημιουργούμε μια τρισδιάστατη απεικόνιση και ταξιδεύουμε εντός αυτής με την "μάτι" μας προς όποια κατεύθυνση θέλουμε.
Επιδημιολογικά
Διεθνώς η κλασσική κολονοσκόπηση προτείνεται ως εξέταση ρουτίνας σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, όπως οι άνδρες άνω των 50 ετών για τη πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου (1,2). Λόγω όμως του γεγονότος ότι η εξέταση δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη, συζητείται σε ορισμένες χώρες του εξωτερικού να προτείνεται ως εξέταση ρουτίνας η εικονική κολονοσκόπηση και σε περίπτωση ανίχνευσης παθολογικού ευρήματος, να οδηγείται ο ασθενής στην ενδοσκόπηση.
Τεχνική
Η εικονική κολονοσκόπηση πραγματοποιείται μετά από 24ωρη προετοιμασία του ασθενούς με ειδική καθαρτική ουσία, όπως και για την κλασσική μέθοδο. Γίνεται εισαγωγή αέρα μέσω ενός μικρού ρύγχους που τοποθετείται στον πρωκτό και ακολουθεί τομογραφία της κοιλιακής χώρας κατά την ύπτια και τη πρηνή θέση του ασθενούς. Ο ασθενής θα πρέπει βέβαια να είναι σε θέση να συγκρατήσει τον αέρα εντός του εντερικού σωλήνα. Το πλεονέκτημα της μεθόδου είναι ότι αποφεύγεται η δυσάρεστη διείσδυση του ενδοσκοπίου σε όλο το μήκος του παχέος εντέρου, καθώς επίσης και το γεγονός ότι μπορούμε να εξετάσουμε περιοχές που το ενδοσκόπιο δεν μπορεί να φτάσει λόγω ανατομικών προβλημάτων, κακής συνεργασίας του ασθενή ή ύπαρξης εμποδίων στον αυλό του εντέρου. Υπάρχει όμως το μειονέκτημα της μη δυνατότητας λήψης βιοψίας σε περίπτωση ύπαρξης παθολογικού ευρήματος. Η εικονική κολονοσκόπηση συνδυάζεται με την διενέργεια κλασσικής υπολογιστικής τομογραφίας που αναδεικνύει με κάθε λεπτομέρεια τόσο το εντερικό τοίχωμα όσο και τα λοιπά κοιλιακά όργανα, ιδίως εάν γίνει ταυτόχρονη έγχυση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού. Με αυτό τον τρόπο είναι πολύ συχνή η αποκάλυψη και άλλων εξω-εντερικών ευρημάτων σχετικών ή όχι με το παχύ έντερο (3).
Ενδείξεις
Οι μέχρι στιγμής διεθνώς αποδεκτές ενδείξεις είναι :
- Σε ασθενείς που δεν επιθυμούν να υποβληθούν σε κλασσική κολονοσκόπηση
- Σε ασθενείς που δεν ενδείκνυται ή δεν μπορεί να γίνει ή να ολοκληρωθεί η κλασσική κολονοσκόπηση
Ευρήματα
Με τη προϋπόθεση καλού καθαρισμού και επαρκούς διάτασης του παχέος εντέρου με αέρα (Εικ. 1α και β), η μέθοδος αναδεικνύει σε πολύ μεγάλο βαθμό την εσωτερική διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής του εντερικού βλεννογόνου. Οποιαδήποτε υπέγερση προς τα έσω (μάζα, πολύποδας, εντερικό στερεό ή υγρό υπόλοιπο - Εικ. 2α και β) ή προβολή προς τα έξω (εκκολπώματα - Εικ. 3α, β και γ) απεικονίζεται με την ακρίβεια που το έκανε στο παρελθόν και η κλασσική ακτινολογική μέθοδος του βαριούχου υποκλυσμού διπλής αντίθεσης (double contrast barium enema). Η αντιστοιχία των δύο μεθόδων είναι πολύ υψηλή όσον αφορά την αποτύπωση του αερογράμματος του παχέος εντέρου, ενώ η αξονική κολονοσκόπηση δίδει και επιπρόσθετες πληροφορίες σε τρία επίπεδα σχετικά με το τοίχωμα και τους τριγύρω ιστούς (Εικ. 4α, β και γ).
Αποτελέσματα
Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι η αξονική κολονοσκόπηση έχει συγκρίσιμη ευαισθησία και ειδικότητα με την κλασσική, ιδίως για τον καρκίνο του παχέος εντέρου (4) καθώς και για πολύποδες μεγέθους > 6 χιλιοστών (5) με πλατιά βάση (Εικ. 5α και β) ή με παρουσία μίσχου (Εικ. 6α και β). Πολύποδες μικρότεροι των 5 χιλιοστών ιδίως όταν βρίσκονται πάνω σε εντερικές πτυχές (Εικ. 7α, β και γ), είναι δύσκολο να διαφοροποιηθούν από εντερικές ακαθαρσίες. Κατά επέκταση, μειονέκτημα της μεθόδου αποτελούν τα ψευδώς θετικά ευρήματα που οφείλονται σε εντερικό περιεχόμενο που δεν καθαρίστηκε. Υπάρχουν όμως τεχνικές "βαφής" των στερεών υπολοίπων με βάριο, που μπορούν να διευκολύνουν τη διαφορο-διάγνωση των πραγματικών μαζών από το εντερικό περιεχόμενο (6). Μόνιμες στενώσεις που δεν εκπτύσσονται με τον αέρα ούτε κατά τη πρηνή ή την υπτία θέση χαρακτηρίζονται ύποπτες. Η διαφορο-διάγνωση καλοήθους από κακοήθη στένωση γίνεται από τη παρουσία ή μη μάζας ή πεπαχυμένου τοιχώματος, τη πιθανή διήθηση του παρακείμενου λίπους και την ύπαρξη διογκωμένων λεμφαδένων (Εικ. 8α και β).
Βιβλιογραφία
1. El-Maraghi RH, Kielar AZ. CT colonography versus optical colonoscopy for
screening asymptomatic patients for colorectal cancer a patient, intervention,
comparison, outcome (PICO) analysis. Acad Radiol.2009 May16: 564-571.
2. Lieberman DA. Clinical practice. Screening for colorectal cancer. N Engl J Med.
2009 Sep 361: 1179-1187.
3. Sutherland T, Coyle E, Lui B, Lee WK. Extracolonic findings at CT colonography:
a review of 258 consecutive cases.J Med Imaging Radiat Oncol. 2011 Apr 55:
149-152.
4. Kim DH, Pickhardt PJ, Taylor AJ, Leung WK, Winter TC, Hinshaw JL, Gopal DV,
Reichelderfer M, Hsu RH, Pfau PR. CT colonography versus colonoscopy for the
detection of advanced neoplasia. N Engl J Med.2007 Oct 357: 1403-1412.
5. Chaparro M, Gisbert JP, Del Campo L, Cantero J, Maté J. Accuracy of computed
tomographic colonography for the detection of polyps and colorectal tumors: a
systematic review and meta-analysis. Digestion.2009 Μay 80: 1-17.
6. Pickhardt PJ, Hassan C, Halligan S, Marmo R. Colorectal cancer: CT colonography
and colonoscopy for detection--systematic review and meta-analysis.Radiology.
Φιλοσοφικές θεωρίες εκπαίδευσης: Ο πολυδιάστατος ρόλος του ιατρικού εκπαιδευτή (Υβόννη Α. Δεληγιάννη)
Υβόννη Α. Δεληγιάννη
Medical Director (Allertec Hellas) - Σύμβουλος σχεδιασμού ιατρικών υπηρεσιών
Doctoral Degree in Health Professions Education (Graduate School of Education and Human Development, University of Rochester, New York)
Master of Science in Bioethics (University of Rochester, New York)
Πτυχιούχος Οδοντιατρικής (ΑΠΘ)
Η διδασκαλία στην ιατρική εκπαίδευση αποτελεί μια απαιτητική, σύνθετη και συχνά εξουθενωτική ευθύνη που οι περισσότεροι εκπαιδευτές αναλαμβάνουν χωρίς καμιά εκπαιδευτική προετοιμασία.
Η σημασία του φιλοσοφικού πλαισίου
Παρά την έκφραση προβληματισμών, οι φιλοσοφικές εκπαιδευτικές θεωρίες εκπαίδευσης ενηλίκων εξακολουθούν να επηρεάζουν την ιατρική εκπαίδευση σε όλες τις συνιστώσες της: οργάνωση, πρόγραμμα σπουδών, μεθόδους διδασκαλίας 1-3. Χαρακτηριστική ένδειξη αποτελεί η ένταξη των εκπαιδευτικών θεωριών ως αυτόνομη ενότητα στις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες της AssociationforMedicalEducationinEurope (AMEE) για την ιατρική εκπαίδευση4,5. Η λογική είναι ότι χωρίς φιλοσοφική υποστήριξη τα προγράμματα ιατρικής εκπαίδευσης κινδυνεύουν να χάσουν τον ανθρωπιστικό προσανατολισμό τους. Επιπλέον, λόγω του πολυδιάστατου χαρακτήρα της (διδασκαλία, πρακτική, έρευνα) και της ταχύτητας των εξελίξεων στον χώρο της ιατρικής, η ιατρική εκπαίδευση κινδυνεύει να χάσει την ισορροπία στο τρίπτυχο γνώση-ικανότητα-άποψη/στάσεις (knowledge-competence-attitudes) που καθορίζει την ποιότητα των μελλοντικών ιατρών 6-8.
Είναι σαφές ότι πέραν της κλινικής γνώσης και ικανότητας ο εκπαιδευτής πρέπει να είναι πολλά περισσότερα από ιατρικός ειδήμων. Συνοπτικά, έχει διατυπωθεί ότι ο ρόλος απαιτεί από τον ιατρικό δάσκαλο: α) να μεταδίδει γνώσεις β) να αποτελεί πρότυπο, γ) να λειτουργεί ως διευκολυντής της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δ) να αξιολογεί το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης ε) να συμμετέχει στο σχεδιασμό του εκπαιδευτικού προγράμματος, στ) να φροντίζει για το εκπαιδευτικό υλικό 9,10. Ένα σαφές φιλοσοφικό πλαίσιο θα βοηθήσει τους εκπαιδευτές να συγκεκριμενοποιήσουν το περιεχόμενο αυτών των καθηκόντων.
Στη συνέχεια, παρουσιάζεται ο ρόλος του εκπαιδευτή ενηλίκων όπως περιγράφεται στις απόψεις ορισμένων σημαντικών στοχαστών, που το έργο τους αποτελεί σημείο αναφοράς καθώς θεωρείται ότι εκφράζει την ανθρωπιστική προσέγγισή της ιατρικής εκπαίδευσης. Σκοπός της ανάλυσης είναι να γίνει εμφανές ότι α) διαφορετικά φιλοσοφικά πλαίσια δίνουν διαφορετικό νόημα στο ρόλο του εκπαιδευτή και η τελική ευθύνη της εφαρμογής τους εναποτίθεται πάντα και πρωτίστως στον εκπαιδευτή και β) σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως θεωρίας, ο εκπαιδευτής των μελλοντικών ιατρών αναλαμβάνει έναν απαιτητικό ρόλο που προϋποθέτει πολυεπίπεδες γνώσεις και ικανότητες για τις οποίες κανείς δεν τον έχει προετοιμάσει.
Ανδραγωγική – Knowles
Η «ανδραγωγική» αποτελεί τη γνωστότερη θεωρία εκπαίδευσης ενηλίκων. Παρά τις εννοιολογικές αδυναμίες και τις επικρίσεις που έχει δεχτεί, οι αρχές της εισήγαγαν την έννοια της αυτονομίας, αποτέλεσαν το έναυσμα για την στροφή προς τη μαθητοκεντρική διδασκαλία και έδωσαν την ώθηση στην ιδέα της αυτοκατευθυνόμενης μάθησης - μιας υποκειμενικής διεργασίας μάθησης και αυτοβελτίωσης - που είναι απαραίτητη για τον μελλοντικό ιατρό (self-directedlearning).
O σπουδαστής (ως ενήλικος) θεωρείται ότι: α) αναζητά την γνώση παρακινούμενος από εσωτερικά κίνητρα, β) επενδύει στην εμπειρία του, γ) έχει ανάγκη να γνωρίζει για ποιο λόγο μαθαίνει, δ) προτιμά αντικείμενα με άμεση εφαρμογή και χρηστικότητα, ε) οι μαθησιακοί προσανατολισμοί του έχουν ως επίκεντρο το πρόβλημα και όχι την απόκτηση αφηρημένων, ακαδημαϊκών γνώσεων 11,12.
Σύμφωνα με τον Knowles ο εκπαιδευτής πρέπει να λειτουργεί ως καταλύτης της εκπαιδευτικής διεργασίας με στόχο την «διευκόλυνση» των σπουδαστών (facilitator). Κύριο έργο του είναι η ενίσχυση της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας των εκπαιδευομένων καθώς και η αύξηση και υποστήριξη της ενεργητικής συμμετοχή τους σε όλες τις φάσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας, από το σχεδιασμό μέχρι και την αξιολόγηση (self-administration). Η αυτοδιαχείριση (self management), η αυτοπαρακολούθηση (self monitoring) και η αυτοαξιολόγηση (self-assessment) θεωρούνται ευθύνη του εκπαιδευόμενου. Στα καθήκοντα του εκπαιδευτή περιλαμβάνονται επίσης: η αξιοποίηση της εμπειρίας που φέρνει ο εκπαιδευόμενος, η δημιουργία κατάλληλου μαθησιακού κλίματος ώστε οι σπουδαστές να εκφράζονται ελεύθερα, η άμεση σύνδεση θεωρητικής γνώσης με την πρακτική, η εξατομίκευση των εκπαιδευτικών μεθόδων, η προώθηση συνεργασίας και η ενθάρρυνση πρωτοβουλιών 2,11-13.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στον χώρο της ιατρικής εκπαίδευσης έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για την δυνατότητα εφαρμογής απόλυτα ανδραγωγικών μοντέλων. Αφ’ ενός, η υπόθεση ότι όλοι οι ενήλικες έχουν το ίδιο επίπεδο ωριμότητας είναι αξιωματική και μάλλον ουτοπική (δεν είναι όλοι «αυτοπαρακινούμενοι και αυτοκαθοδηγούμενοι»). Αφ’ ετέρου, έχει διαπιστωθεί ότι, παρά το συνήθως υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο των φοιτητών ιατρικής, οι μαθησιακές συμπεριφορές τους παρουσιάζουν έντονη ανομοιογένεια και μεταβάλλονται διαρκώς επηρεασμένοι από πολλούς προσωπικούς παράγοντες και κοινωνικές παραμέτρους (i.e. πολυπαραγοντική και ασταθής ισορροπία εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων)14. Στην πραγματικότητα ο εκπαιδευτής καλείται να αξιολογήσει άμεσα το επίπεδο εσωτερικής παρακίνησης και αυτονομίας του εκπαιδευόμενου και να προσαρμόσει ανάλογα το μαθησιακό περιβάλλον και τις διδακτικές μεθόδους 13-15.
Μετασχηματική γνώση - Κριτικός στοχασμός - Mezirow
Η θεωρία του Mezirow βασίζεται στην υπόθεση ότι ο τρόπος που κάθε άτομο ερμηνεύει την πραγματικότητα εξαρτάται από ένα προσωπικό σύστημα αναφοράς που έχει αναπτυχθεί μέσα από τις μέχρι τώρα εκπαιδευτικές, κοινωνικές και προσωπικές εμπειρίες του. Το σύστημα αυτό μπορεί να περιέχει δυσλειτουργικές ή λανθασμένες πεποιθήσεις και παραδοχές. Μέσω του «κριτικού στοχασμού» το άτομο καλείται να επανεξετάσει και να ανασκευάσει (να «μετασχηματίσει») όσες πεποιθήσεις αποτελούν εμπόδιο για την περαιτέρω γνωστική (και ψυχολογική) ανάπτυξη του. Η διεργασία της μετασχηματίζουσας μάθησης περιλαμβάνει τη συμμετοχή σε γόνιμο διάλογο και ομαδικές συζητήσεις με στόχο την ανταλλαγή κριτικών απόψεων και αξιοποίηση της συλλογικής εμπειρίας. Τόσο το περιεχόμενο όσο και η ίδια η διαδικασία του διαλόγου αποτελούν κατά τον Mezirow, βασικά εργαλεία του κριτικού αναστοχασμού, απαραίτητα για την επίλυση των εσωτερικών συγκρούσεων του ατόμου και τον μετασχηματισμό των ατομικών οπτικών16-19.
Ο εκπαιδευτής θα πρέπει να δημιουργήσει το μαθησιακό κλίμα όπου οι εκπαιδευόμενοι θα νοιώθουν άνεση και εμπιστοσύνη ώστε να προχωρήσουν σε ουσιαστικές συζητήσεις για την εκτίμηση της πραγματικότητας, την αιτιολόγηση πεποιθήσεων και ερμηνειών, την κριτική αξιολόγηση των παραδοχών. Ο εκπαιδευτής θα βοηθήσει τον εκπαιδευόμενο να αποκτήσει τις κατάλληλες ικανότητες και ευαισθησίες. Θα επιδιώξει την ενίσχυση της αυτοδυναμίας της σκέψης των εκπαιδευομένων και την ανάπτυξη αυτογνωσίας ως προς τις δυνατότητες τους. Δεν προτείνει συγκεκριμένες μορφές δράσης, αντίθετα αφήνει τους εκπαιδευόμενους ελεύθερους να αποφασίζουν μέσα από το μεγαλύτερο δυνατό φάσμα επιλογών. Υπό αυτήν την έννοια η απόκτηση μετασχηματικής γνώσης είναι κατάκτηση του ίδιου του εκπαιδευόμενου μέσα από την πορεία που ο ίδιος επιλέγει16-19.
Στην σχετική βιβλιογραφία ο ρόλος του εκπαιδευτή περιγράφεται ενίοτε ως ρόλος διευκολυντού ή συντονιστού αλλά στην πραγματικότητα ο ρόλος του είναι πιο σύνθετος καθώς έχει αναλάβει το δύσκολο έργο της ανάπτυξης του κριτικού αναστοχασμού στους εκπαιδευομένους. Πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα και πρότυπο κριτικού στοχαστή. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να ξεπεράσει τα εργασιακά του όρια. Κατά περίπτωση θα χρειαστεί να προκαλέσει ή και να προκληθεί. Θα πρέπει να εκτεθεί, να εγκαταλείψει την ασφάλεια που του προσφέρει η ιεραρχία και να γίνει ένα με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Κατά τον Taylor, η μετασχηματίζουσα διδασκαλία αποτελεί την ύστατη πρόκληση για τον εκπαιδευτή καθώς η όλη διαδικασία μπορεί να αποδειχθεί αποκαλυπτική και για τον ίδιο. Ο εκπαιδευτής, επομένως, πρέπει να είναι διατεθειμένος να αλλάξει (να μετασχηματίσει) ακόμη και τις δικές του τις πεποιθήσεις, κάτι που απαιτεί «πολύ δουλειά, ικανότητα και θάρρος» 20.
Θεωρία κοινωνικής χειραφέτησης - PauloFreire
Ο Freire απορρίπτει τα κλασσικά μοντέλα εκπαίδευσης που βασίζονται στην συσσώρευση γνώσης (εναποθετική εκπαίδευση -bankingeducation) και προτείνει μια προσέγγιση με έντονα κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία βασισμένη στην διαλεκτική σχέση συνεργασίας δασκάλου - εκπαιδευόμενου (προβληματοθετική εκπαίδευση – problem posing education). Θεωρεί την εκπαίδευση ως απελευθερωτική διεργασία μέσα από την οποία οι εκπαιδευόμενοι μπορούν να αποκτήσουν συνείδηση της παρουσίας τους μέσα στον κόσμο λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες τους, αλλά και τις ανάγκες και τις προσδοκίες του κοινωνικού τους κόσμου21. Το μοντέλο υποθέτει την δημιουργία ενός αδιάσπαστου δίπολου «δάσκαλου-μαθητή» στο οποίο και τα δύο μέρη αναδεικνύονται σε υποκείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθώς και ο ίδιος ο δάσκαλος αναπλάθει διαρκώς τις σκέψεις του μέσα από τις απόψεις, ανάγκες, σκέψεις και αμφισβητήσεις των μαθητών του. Ο ρόλος του εκπαιδευτή είναι να προβληματίζει και να προβληματίζεται με σκοπό την κριτική τής πραγματικότητας (σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο), και την συνειδητοποιημένη ανάληψη δράσης για την αλλαγή της.
Εκ πρώτης όψεως, η φιλοσοφία του Freire πιθανόν να φαίνεται ως μια ουτοπική πολιτική φιλοσοφία με περιορισμένη συνεισφορά στον τομέα της ιατρικής εκπαίδευσης. Την τελευταία δεκαετία, όμως, έχει κερδίσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών που διατυπώνουν την άποψη ότι η ιατρική εκπαίδευση έχει χάσει τον δρόμο της. Έντονος προβληματισμός εκφράζεται για τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την απουσία ουμανιστικών στοιχείων, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και η ηθική, από το περιεχόμενο και τη διδασκαλία της ιατρικής. Η σύγχρονη ιατρική εκπαίδευση, ακολουθώντας τις δεσμεύσεις της σύγχρονης ιατρικής πρακτικής, κατηγορείται ως δέσμια πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων με αποτέλεσμα την δημιουργία «ιατρών-σκλάβων». Σύμφωνα με τον McKenna, το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον τρόπο της ιατρικής διδασκαλίας όπου κυριαρχεί ο αυταρχισμός, ο εκφοβισμός και η απουσία διαλόγου22. Έτσι, αρκετοί θεωρητικοί της εκπαίδευσης εργάζονται πάνω στις απόψεις του Freire σε μια προσπάθεια επιστροφής της ιατρικής εκπαίδευσης στον ιερό σκοπό της22-24.
Σύμφωνα με τον Freire, ο διάλογος με ελεύθερη έκφραση της κριτικής και αμφισβήτησης αποτελεί το κύριο εργαλείο της μεθόδου. Προϋποθέσεις του αποτελεσματικού διαλόγου αποτελούν ισότιμες σχέσεις των συμμετεχόντων, κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, πίστη στον άνθρωπο, σεβασμός και αναγνώριση της αξίας των άλλων, ταπεινοφροσύνη, και κριτικός στοχασμός. Τα απορρέοντα προσόντα του σωστού δασκάλου περιγράφονται ως: η ταπεινοφροσύνη (προϋποθέτει αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση, αυτοσεβασμό και σεβασμό για τους άλλους), το πάθος (για τον άνθρωπο και τη διδασκαλία, που οδηγεί τον εκπαιδευτή σε διεκδικήσεις και τον στηρίζει στις αντιξοότητες), το θάρρος (που σημαίνει αναγνώριση των φόβων που περιορίζουν την δράση), η κατανόηση (με την έννοια του σεβασμού στο διαφορετικό), η αποφασιστικότητα (που πηγάζει από την επιστημονική κατάρτιση, την πολιτική σαφήνεια και την ηθική ακεραιότητα), η υπομονή (με ισορροπία μεταξύ υπερβολικής υπομονετικότητας που οδηγεί σε ανοχή και αδράνεια και ανυπομονησίας που οδηγεί σε τυφλό ακτιβισμό) 25.
Η σημασία της εκπαίδευσης
Ο ρόλος του εκπαιδευτή διαμορφώνεται από τις θέσεις τής εκάστοτε θεωρίας, περιγράφεται δε από αρμοδιότητες που απαιτούν συγκεκριμένες – ενίοτε κοινές – δράσεις και ποιότητες. Στην πραγματικότητα ο εκπαιδευτής καλείται να είναι κατά περίπτωση: εμψυχωτής, εμπνευστής, συντονιστής, διευκολυντής, στοχαστής, διαμεσολαβητής, καθοδηγητής αλλά όχι οδηγός, ηγέτης αλλά όχι ηγεμόνας, συνεργάτης και βοηθός των εκπαιδευομένων, καταλύτης της εκπαιδευτικής διεργασίας, σύμβουλος και μέντορας. Επιπλέον, αναμένεται ότι τα καθήκοντά του θα διαφοροποιούνται και θα αυξάνονται διαρκώς, ακολουθώντας τις εξελίξεις στο τομέα της ιατρικής πρακτικής και εκπαίδευσης. Η επιτυχής άσκηση του ρόλου του εκπαιδευτή ενηλίκων, λοιπόν, προϋποθέτει συνδυασμό γνώσεων, δεξιοτήτων, στάσεων, καθώς και προσωπικών και κοινωνικών ικανοτήτων.
Τον ρόλο του εκπαιδευτή καλούνται να επωμιστούν τα μέλη ΔΕΠ διαφόρων βαθμίδων παράλληλα με τα άλλα κλινικά και ερευνητικά καθήκοντα της θέσης τους. Ο υπερβολικά αυξημένος αριθμός φοιτητών, οργανωτικά και γραφειοκρατικά προβλήματα και η έλλειψη υποδομών αναφέρονται συνήθως ως τα κυριότερα προβλήματα που εμποδίζουν το έργο τους και υποβαθμίζουν την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Η παντελής έλλειψη εκπαίδευσης τους αποτελεί ένα εξ ίσου σημαντικό θέμα που θα έπρεπε να προβληματίζει.
Ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής φιλοσοφίας και οποιαδήποτε μαθησιακή θεωρία κι αν ασπασθεί κανείς είναι γεγονός ότι όσοι έχουν αναλαμβάνουν το έργο της εκπαίδευσης των μελλοντικών ιατρών πρέπει να έχουν συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες που αφ’ ενός θα διευκολύνουν τους ίδιους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και αφ’ ετέρου θα οδηγήσουν τους εκπαιδευόμενους στο επιθυμητό για όλους αποτέλεσμα: την απόκτηση ιατρικής γνώσης και δεξιοτήτων παράλληλα με την διαμόρφωση σωστών απόψεων/θέσεων στην άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Colliver JA. Educational theory and medical education practice: a cautionary note for medical school faculty. Acad Med, 2002 Dec; 77 (12 Pt 1):1217-20.
- Gibbs T, Durning S, Van Der Vleuten C. Theories in medical education: Towards creating a union between educational practice and research traditions. Med Teach. 2011; 33(3) :183-7.
- David M Kaufman ABC of learning and teaching in medicine. Applying educational theory in practice. BMJ, 2003 Jan; 326: 213-6.
- AMEE Guides: Theories in Medical Education http://www.amee.org/index.asp?pg=330 (τελευταία επίσκεψη: 1/8/2013).
- Dolmans DH & Tigelaar D. Building bridges between theory and practice in medical education using a design-based research approach: AMEE Guide No. 60. Med Teach. 2012; 34(1):1-10.
- Martin C. Reconstructing a lost tradition: the philosophy of medical education in an age of reform. Med Educ. 2013 Jan;47(1):33-9.
- Whitehead C. Scientist or science-stuffed? Discourses of science in North American medical education. Med Educ. 2013 Jan;47(1):26-32.
- Reilly BM. Inconvenient truths about effective clinical teaching. Lancet. 2007; 370: 705–11.
- Harden RM & Crosby J. AMEE Guide No 20: The good teacher is more than a lecturer - the twelve roles of the teacher. 2000; 22 (4 ):334-47.
- Prideaux D, Alexander H, Bower A, Dacre J, Haist S, Jolly B, Norcini J, Roberts T, Rothman A, Rowe R, Tallett S. Clinical teaching: maintaining an educational role for doctors in the new health care environment. Med Educ. 2000 Oct; 34(10):820-6.
- Knowles M, Holton EF, Swanson RA. The adult learner: The definitive classic in adult education and human resource development (6th ed.). Burlington, MA: Elsevier, 2005.
- Reischmann J. Andragogy. In: English L. (Εd): International Encylopedia of Adult Education. London: Palgrave Macmillan, 2005: 58-63.
- Abela J. Adult learning theories and medical education: a review. Malta Med J. 2009, Mar; 21(1): 11-8.
- Misch DA. Andragogy and medical education: are medical students internally motivated to learn? Adv Health Sci Educ Theory Pract.2002;7(2):153-60.
- Newman P & Peile E. Valuing learners’ experience and supporting further growth: educational models to help experienced adult learners in medicine. BMJ. 2002;325:200-2.
- Sterling, S. ‘Transformative Learning and Sustainability: sketching the conceptual ground’ in Learning and Teaching in Higher Education, 2011; (5):17-33.
- Mezirow J. Transformative Learning as Discourse. J Transform Educ. 2003, Jan; 1(1):58-63.
- Kitchenham A. The evolution of John Mezirow's transformative learning theory. J Transform Educ, 2008, Apr; 6(2): 104-23.
- Κόκκος Α. Η ιδιαιτερότητα και ο σκοπός της εκπαίδευσης ενηλίκων http://alexiskokkos.gr/keimena/18iidiaiterotitakaioskopostisekpaideusisenilikwn.pdf (τελευταία επίσκεψη: 30/7/2013)
- Taylor EW [Εd]. “The Challenge of Teaching for Change.” In E. W. Taylor (eds.), Teaching for Change: Fostering Transformative Learning in the Classroom. New Directions in Adult and Continuing Education, no. 109. San Francisco: Jossey-Bass, 2006.
- Freire P. Pedagogy of the oppressed. New York, NY: Continuum, 2002.
- McKenna Β. Medical Education Under Siege: Critical Pedagogy, Primary Care, and the Making of “Slave Doctors”. Inter J Critical Pedagogy. 2012; 4 (1): 95-117.
- DasGupta S, Fornari A, Geer K, Hahn L, Kumar V, Lee HJ Rubin S, Gold M. Medical education for social justice: Paulo Freire revisited. J Med Humanit. 2006 Winter;27(4):245-51.
- Baer H & Singer M [Eds]. Killer Commodities: Public Health and the Corporate Production of Harm. AltaMira, 2008.
- Λευθεριώτου Π. Ο ρόλος των εκπαιδευτών ενηλίκων (Αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Ο ρόλος και η εκπαίδευση των εκπαιδευτών ενηλίκων στην Ελλάδα: ιστορική αναδρομή και σύγχρονη πραγματικότητα», στο Δ. Βεργίδης, Αλ. Κόκκος (επιμ.) Εκπαίδευση Ενηλίκων: Διεθνείς προσεγγίσεις και ελληνικές διαδρομές, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011).
Οι καμπύλες μαθήσεως (Learning Curves) στην ιατρική και οι νεώτεροι τρόποι βελτιώσεως τους (Κωνσταντίνος Θεολόγου)
Κων/νος Θεολόγου
Ορθ/κος Χειρουργός
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ
Μεταπτυχιακό στην διοίκηση Μονάδων Υγείας
Πτυχίο Παιδαγωγικών σπουδών ΣΕΛΕΤΕ
Μια καμπύλη εκμαθήσεως είναι μια γραφική αναπαράσταση της αύξησης της μαθήσεως (κάθετος άξονας) σε σχέση με την εμπειρία (οριζόντιος άξονας) . O όρος αυτός χρησιμοποιείται με δύο κυρίως τρόπους είτε όταν το ίδιο έργο (δεξιότητα) επαναλαμβάνεται σε μια σειρά από δοκιμές, είτε όταν η απόκτηση ενός γνωστικού αντικειμένου κατακτάται με την πάροδο του χρόνου. [1]
Η θεωρία της καμπύλης εκμαθήσεως ή καμπύλης εμπειρίας βασίζεται στην απλή ιδέα ότι ο χρόνος που απαιτείται για την εκτέλεση μιας εργασίας μειώνεται όσο ο εργαζόμενος αποκτά εμπειρία. Έτσι οι καμπύλες εκμαθήσεως είναι χρήσιμες για εκτιμήσεις κόστους για τη θέσπιση προτύπων εργασίας, για τον προγραμματισμό των απαιτήσεων της εργασίας, για την αξιολόγηση της απόδοσης της εργασίας, αλλά και για τον καθορισμό του ύψους των μισθών. [2]
Η έννοια αυτή εφαρμόζεται σε όλο το φάσμα των ιατρικών ειδικοτήτων και των διαδικασιών γενικά και ειδικότερα στις ελάχιστα παρεμβατικές χειρουργικές τεχνικές (minimally invasive techniques) που συχνά είναι πιο απαιτητικές τεχνικά.
Η ύπαρξη καμπύλης εκμαθήσεως είναι απαραίτητη εκ παραλλήλου με την δια βίου εκπαίδευση (όλοι οι ιατροί θα πρέπει να συμμετέχουν στη συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση) και τη συνεχή επαγγελματική ανάπτυξη. [3]
Τόσο το ευρύ κοινό, όσο και οι ασθενείς και οι συγγενείς τους αναμένουν τις βέλτιστες ιατρικές πρακτικές και τις παρεμβάσεις «μηδενικού κινδύνου», παρότι έχουν δυσκολία αποδοχής της εννοίας της καμπύλης εκμάθησης ιδίως σε χειρουργικές επεμβάσεις
Όμως είναι σχεδόν αδύνατο οι τεχνικές και οι καινοτόμες δεξιότητες να μπορούν να αναπτυχθούν, ή να βελτιστοποιηθούν χωρίς κάποιες διαδικασία μάθησης ενώ συχνά αυτές απαιτούν «ανάληψη κινδύνων»
Παρότι πάντα βιβλιογραφικά υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι για τον ασθενή σε κάθε ιατρική πράξη ακόμη και την πιο μικρή, καθήκον των επαγγελματιών υγείας είναι η παροχή υγειονομικής περίθαλψης με ελαχιστοποίηση αυτού του κινδύνου (ανεπιθύμητων επιπλοκών). Εκ παραλλήλου στην άσκηση της ιατρικής πρακτικής αναγκαία είναι η ταυτόχρονη εκπαίδευση των ιδίων και η κατάρτιση των άλλων συναδέλφων(ιδίως των νεωτέρων). Ένας μηχανισμός κατά το δυνατόν ταυτόχρονης επίτευξης όλων των παραπάνω είναι η λειτουργία ομάδων στελεχούμενες η κάθε μία από δύο τουλάχιστον έμπειρους εκπαιδευμένους χειρουργούς ειδικά σε περιπτώσεις πολύπλοκων επεμβάσεων υψηλού κινδύνου. [4]
Οι μετρήσεις εκμαθήσεως που σχετίζονται με μια δεδομένη χειρουργική τεχνική, εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: αυτές της χειρουργικής διαδικασίας, και αυτές της έκβασης των ασθενών. Στην πρώτη κατηγορία (μετρήσεις διαδικασίας) περιλαμβάνονται ο χειρουργικός χρόνος, η απώλεια του αίματος, η τεχνική επάρκεια της εκτομής για καρκίνο κ.α, ενώ όσον αφορά τις μετρήσεις εκβάσεως σε αυτές υπάγονται η ανάγκη αναλγησίας, η ανάγκη μεταγγίσεως, η διάρκεια παραμονής σε μονάδα αυξημένης φροντίδας ή ΜΕΘ, η διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο, τα ποσοστά και το είδος νοσηρότητας και θνησιμότητας και η σωρευτική επιβίωση. Οι μετρήσεις /αποτελέσματα της διαδικασίας είναι γενικά ευκολότερο να αναλυθούν και συνεπώς χρησιμοποιούνται πιο συχνά, αν και αυτά μόνον έμμεσα σχετίζονται με την έκβαση των ασθενών. [4]
Για την βελτίωση της καμπύλης εκμαθήσεως βοηθάει η χρήση του διαδραστικού υπολογιστή προσομοίωσης ασθενούς και η παρακολούθηση των σεμιναρίων εκπαιδεύσεως (courses). Τα σεμινάρια εκπαιδεύσεως πρέπει να είναι οργανωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος τους ο εκπαιδευόμενος να βρίσκεται σε αυτό το σημείο της καμπύλης εκμάθησης, όπου το σφάλμα ελαχιστοποιείται και η απόδοση είναι η βέλτιστη. [5,6]
Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μία εκ των προτέρων περιγραφή του συνόλου των στόχων αλλά και της τεχνικής εργασίας [ανάλυση δεξιοτήτων, σημαντικών πτυχών της τεχνικής (task analysis)] που πρέπει να αφομοιωθούν σε χειρουργικές ή άλλες επεμβατικές πρακτικές, του απαιτούμενου εξοπλισμού, των λοιπών περιορισμών και τέλος της μεθοδολογίας και της αξιολόγησης που απαιτείται.
Μια σημαντική πτυχή της ανάλυσης είναι η εκτίμηση του βαθμού στον οποίο η νέα τεχνική θα απαιτήσει την ύπαρξη νέων κινητικών δεξιοτήτων από τους συμμετέχοντες, γιατί αυτό επηρεάζει σημαντικά το σχεδιασμό του σεμιναρίου. Τέλος ο πρό του σεμιναρίου (course) σχεδιασμός θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την καταγραφή των συχνοτέρων λαθών που παρατηρούνται στη δεδομένη τεχνική.
Η ανάλυση των εργασιών και το πρόγραμμα του σεμιναρίου θα πρέπει να εγκριθεί από τους οργανισμούς διαπίστευσης (ιατρικές επιστημονικές εταιρείες) ώστε να εξασφαλιστεί ότι η καινοτομία εισάγεται σε συνδυασμό με τη μέγιστη ασφάλεια των ασθενών.
Καθοριστική για την επιτυχία ενός σεμιναρίου είναι η συμμετοχή ειδικών στο ως άνω γνωστικό αντικείμενο (expert) ως εκπαιδευτών, [οι οποίοι διαθέτουν πιστοποιημένη γνώση και κλινική εμπειρία] αλλά και η εκ παραλλήλου εκπαιδευτική ικανότητα τους (δυνατότης μετάδοση γνώσεων) σε συνδυασμό με ύπαρξη θετικών αξιολογήσεων αυτών εκ μέρους των εκπαιδευομένων από προηγούμενα παρόμοια σεμινάρια ως προς τις δύο ως άνω παραμέτρους.
Εκ παραλλήλου οι συμμετέχοντες εκπαιδευόμενοι θα πρέπει να διαθέτουν τις κατάλληλες βασικές γνώσεις, τις δεξιότητες, και την κλινική εμπειρία (πιστοποίηση αυτών πριν την έναρξη του course) ώστε το περιεχόμενο των μαθημάτων να μπορεί να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες τους. [6]
Οι παραπάνω παράγοντες διδασκόντων διδασκομένων πιστοποιούν τα καλύτερα συγκριτικά αποτελέσματα στις δοκιμασίες (test) ελέγχου αποτελέσματος πριν και μετά το σεμινάριο.
Όσον αφορά την υλικοτεχνική υποδομή οι εγκαταστάσεις θα πρέπει να είναι κατάλληλες, και ο αριθμός από μοντέλα (προπλάσματα, κλπ) επαρκής.
Επίσης σκόπιμη είναι η αποστολή εκ των προτέρων οπτικοακουστικού υλικού πριν το σεμινάριο (ώστε να επαναλάβουν την διαδικασία διανοητικά πριν από την περίοδο πρακτικής). Σκόπιμη είναι η καταγραφή των επιδόσεων του κάθε συμμετέχοντα εκπαιδευόμενου κατά τη διάρκεια της πρακτικής (τρόπος εκτέλεσης της συγκεκριμένης δεξιότητος). Αυτό θα δώσει την δυνατότητα σε αυτόν της αυτοκριτικής αλλά και της αναθεώρησης/βελτίωσης των επιδόσεων του από έναν εκπαιδευτή
Έτσι εν τέλει ο εκπαιδευόμενος θα έχει στην κατοχή του δύο εκπαιδευτικά υλικά, εκ των οποίων το πρώτο θα αποτελεί την συγκεκριμένη δεξιότητα προς εκμάθηση όπως έχει εκτελεσθεί από τον expert (δέον γενέσθαι) και το δεύτερο ο τρόπος που την επιτέλεσε αυτός κατά την εκπαιδευτική διαδικασία (course). Έτσι επιτυγχάνεται σύγκριση, ανατροφοδότηση και βελτίωση προτού ο εκπαιδευθείς να αρχίσει να εφαρμόζει την εν λόγω τη διαγνωστική–θεραπευτική διαδικασία στους μελλοντικούς του ασθενείς. Σκόπιμη μετά το πέρας του course είναι η περιοδική αξιολόγηση της προόδου της καμπύλης εκμαθήσεως του εκπαιδευομένου προϊόντος του χρόνου , ώστε να μειωθούν τα δυνητικά συμβάματα/επιπλοκές.
Eνα άλλο επίσης πολλά υποσχόμενο βέλος στην φαρέτρα της εκπαιδεύσεως είναι η διδασκαλία μέσω της εκπαίδευσης προσομοίωσης. Αυτή αναπτύχθηκε λόγω της ταχείας εξέλιξης των ιατρικών και δή των χειρουργικών τεχνικών, αλλά και λόγω της ευαισθητοποίησης των κρατικών φορέων, νοσηλευτικών ιδρυμάτων ως προς την ασφάλεια των ασθενών, των χρονικών περιορισμών της εργασίας, των πιέσεων για συμπίεση του κόστους , αλλά και των πολιτικών που αποσκοπούν στη μείωση του χρόνου αναμονής των ασθενών
Η διδασκαλία μέσω της διαδραστικής προσομοίωσης αναπτύχθηκε λόγω συνθηκών που απαιτούν σήμερα από τον ιατρό να αποκτήσει πιο πολύπλοκες και ποικίλες χειρουργικές ικανότητες σε λιγότερο χρόνο από ό,τι οι προκάτοχοί του με αποτέλεσμα την ανάγκη ανάπτυξης λογισμικού προσομοιώσεως πέρα από την εκτέλεση μίας τεχνικής σε προπλάσματα (π.χ. συνθετικά οστά) και πτωματικά μοντέλα.
Έτσι επιτυγχάνεται η ασφάλεια των ασθενών καθώς και η εκτέλεση της δεξιότητος υπό συνθήκες μη πίεσης [πίεση που συνεπάγεται η εκτέλεση της σε συγκεκριμένο χρόνο (π.χ. μίας χειρουργικής επεμβάσεως υπό αναισθησία κ.λ.π.)]. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται και η δυνατότητα επαναλήψεως και διορθώσεως των λαθών έως ότου εκτελεσθεί εν τέλει ορθά η εν λόγω ιατρική πρακτική, δεδομένου ότι όλοι η χειρουργοί δεν έχουν τις ίδιες ψυχοκινητικές δεξιότητες. [7,8]
Όμως η αποτελεσματικότητα αλλά και η σχέση κόστους ωφελείας της ανωτέρω κατ’ αρχήν πολλά υποσχόμενης ψηφιακής τεχνικής εκμαθήσεως ως προς την βελτίωση της κλινικής πρακτικής [ανά ειδικότητα και ιατρική πράξη] πρέπει να αξιολογηθεί στο μέλλον βάσει τεκμηριωμένων κλινικών μελετών.
Συμπερασματικά η καμπύλη εκμαθήσεως σημαντική σε κάθε επαγγελματική πρακτική πόσο μάλλον στην ιατρική πράξη, μπορεί εκτός από τις συμβατικές μεθόδους , τα workshops (πρακτική άσκηση) και τα courses (σεμινάρια) να εμπλουτισθεί και με νέες εκπαιδευτικές ψηφιακές πρακτικές εν τέλει προς όφελος του ασθενούς.
Βιβλιογραφία
1.http://en.wikipedia.org/wiki/Learning_curve
2.http://maaw.info/LearningCurveSummary.htm
3. http://jpubhealth.oxfordjournals.org/content/28/4/375.full
4. A N Hopper, M H Jamison, and W G Lewis, Learning curves in surgical practice,Postgrad Med J. 2007 December; 83(986): 777–779.
5.http://voices.yahoo.com/interactive-medical-cases-introduced-england-4668761.html?cat=71
6. David A. Rogers, ,* Arthur S. Elstein, and Georges Bordage,, Improving Continuing Medical Education for Surgical Techniques: Applying the Lessons Learned in the First Decade of Minimal Access Surgery,Ann Surg. 2001 February; 233(2): 159–166.
7. https://dspace.ist.utl.pt/bitstream/2295/906803/1/article1.pdf&embedded=true
8.http://www.aaos.org/news/aaosnow/aug12/clinical8.asp